Στην πορεία προς τη χάραξη μιας ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής είναι απαραίτητη και η αναμόρφωση του σωφρονιστικού μας συστήματος και η βελτίωση των συνθηκών ομαλής επανένταξης των κρατουμένων στην κοινωνία.
Αποτελεί, πλέον, κοινή πεποίθηση στην επιστήμη για το βλαπτικό χαρακτήρα της φυλακής, υπάρχει όμως έντονη διαμάχη σχετικά με το ποιο θα πρέπει να είναι το μέλλον της. Η σύγχρονη επιστημονική έρευνα έχει αποδείξει ότι ο θεσμός της φυλακής έχει χρεοκοπήσει και κάθε άλλο παρά συντελεί στην επανακοινωνικοποίηση των κρατουμένων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η σωφρονιστική μας νομοθεσία.
Έχει αποδειχθεί ότί η φυλακή δε μείωσε το μέγεθος της εγκληματικότητας και δεν κατάφερε να κρατήσει τους κρατούμενους μακριά από τις «αρετές» που κυριαρχούν στο περιβάλλον της. Ο εγκλεισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με μεγάλα ποσοστά υποτροπής. Η ίδια η φυλακή προτρέπει στη συγκρότηση μιας κοινωνικής ομάδας εγκληματιών, απόλυτα ιεραρχημένης και πανέτοιμης για μελλοντικές εγκληματικές ενέργειες. Η αρνητική αντιμετώπιση των αποφυλακισμένων από τους επίσημους φορείς και την κοινωνία, σχεδόν τους εξαναγκάζει να επιστρέψουν στα σωφρονιστικά καταστήματα. Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι η φυλακή παράγει έμμεσα εγκληματίες, με την αποκοπή του κρατούμενου από το οικογενειακό του περιβάλλον.
Για να μπορέσει η φυλακή να ανταποκριθεί στην αποστολή της και να λειτουργήσει ως τόπος βελτίωσης των τροφίμων και προετοιμασίας για την ομαλή επανένταξή τους στην κοινωνία, είναι απαραίτητη η αλλαγή της φιλοσοφίας της σωφρονιστικής μας πολιτικής. Είναι απαραίτητη, δηλαδή, η μεταρρύθμιση του θεσμικού χαρακτήρα του σωφρονιστικού μας συστήματος και η σταδιακή αλλαγή του ιδεολογικού προσανατολισμού του, από μέσο άσκησης εξουσίας, σε μέσο σωφρονισμού και επανακοινωνικοποίησης των κρατουμένων (βλ. Α. Τσιγκρής: «Αντεγκληματική Πολιτική για την Ελλάδα του 21ου Αιώνα», εκδόσεις Ι. Σιδέρη, 2003).
Η μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού μας συστήματος θα πρέπει να στηρίζεται στους ακόλουθους πυλώνες:
1. Στην κατάργηση της έννοιας της εξατομίκευσης της μεταχείρισης και όλων των συναφών θεσμών που δημιουργούν διακρίσεις και ανισότητες, ενόψει μιας δήθεν προσαρμογής της ποινής στις ανάγκες βελτίωσης του κρατούμενου.
2. Στην ταξινόμηση των κρατουμένων κατά ομοειδείς κατηγορίες, όχι στο πλαίσιο της ίδιας φυλακής, αλλά με κατανομή των κατηγοριών αυτών σε διαφορετικό για κάθε μία κατάστημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα πάψουν να στοιβάζονται στα ίδια σωφρονιστικά καταστήματα οι υπόδικοι με τους κατάδικους, οι χρήστες με τους εμπόρους ναρκωτικών και οι ισοβίτες με τους κρατούμενους για πλημμελή εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων.
3. Στη μετατροπή της φυλακής από τόπο στέρησης της ελευθερίας σε τόπο ελεγχόμενης ελευθερίας, έτσι ώστε να μπορεί ο κρατούμενος να ασκείται στον ελεύθερο τρόπο ζωής και να μην αποκόπτεται οριστικά και αμετάκλητα από την κοινωνία.
4. Στην καθιέρωση της σωφρονιστικής νομιμότητας, με σαφή αναγνώριση στους κρατούμενους όλων των συνταγματικών τους δικαιωμάτων και ελευθεριών, πλην αυτών που η άσκησή τους δε συμβιβάζεται με το καθεστώς του κρατούμενου.
5. Στην εξασφάλιση εργασίας σε όλους και την υπαγωγή του εργαζόμενου κρατούμενου και της οικογένειάς του στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων.
6. Στη μεταβολή της λειτουργικής αποστολής του προσωπικού της φυλακής από τον ενεργητικό ρόλο του αναμορφωτή προσωπικοτήτων, σ’ έναν πιο παθητικό ρόλο που θα συνίσταται στο να διευθετεί και να οργανώνει μέσα στη φυλακή τις απαραίτητες συνθήκες που θα επιτρέπουν τη διείσδυση μέσα σ’ αυτή και τη δράση πάνω στους τροφίμους της των μηχανισμών κοινωνικοποίησης.
Προκειμένου να επιτευχθεί η παραπάνω μεταρρύθμιση του θεσμικού χαρακτήρα του σωφρονιστικού μας συστήματος, είναι απαραίτητες και οι παρακάτω παρεμβάσεις:
• Η κατάργηση των προνομίων που απολαμβάνουν ορισμένοι ή η γενίκευσή τους σε όλους τους κρατούμενους.
• Η παροχή πλήρους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους και η ψυχολογική και ψυχιατρική φροντίδα σε όσους παρουσιάζουν ψυχικές διαταραχές.
• Η επανεξέταση της διαδικασίας παροχής αδειών εξόδου.
• Η άρση των περιορισμών στις επισκέψεις, κυρίως για τα μέλη της οικογένειας των κρατουμένων.
• Η προώθηση προγραμμάτων εναλλακτικής μορφής έκτισης των ποινών με την εθελούσια προσφορά εργασίας σε κοινωνικά ιδρύματα και υπηρεσίες.
• Η δημιουργία κατάλληλων χώρων για σωματική άσκηση και άθληση των κρατουμένων σε όλα τα καταστήματα κράτησης.
• Η εφαρμογή προγραμμάτων αύξησης του δείκτη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατουμένων και δημιουργίας ενός περισσότερο συνεκτικού κοινωνικού ιστού μέσα στη φυλακή.
• Η τοποθέτηση εισαγγελικού λειτουργού σε όλα τα καταστήματα κράτησης, καθώς και ειδικού κουτιού στο οποίο θα ρίχνουν οι κρατούμενοι το «χαρτί για τον Εισαγγελέα», την αίτηση δηλαδή με την οποία θα ζητούν ακρόαση.
• Η αύξηση του αριθμού των σωφρονιστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στις Ελληνικές φυλακές.
• Η επιλογή καταρτισμένων ατόμων για την πλήρωση των διευθυντικών θέσεων των καταστημάτων κράτησης.
• Η πρόσληψη ειδικών επιστημόνων (ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, εγκληματολόγων και κοινωνικών λειτουργών).
• Η αναβάθμιση της εκπαίδευσης του σωφρονιστικού προσωπικού και η εισαγωγή προγραμμάτων επιμόρφωσης.
Η Ελλάδα διαθέτει από το 1999 μια από τις πλέον σύγχρονες σωφρονιστικές νομοθεσίες της Ευρώπης. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην εφαρμογή της, αφού πολλές από τις διατάξεις της σωφρονιστικής μας νομοθεσίας που παραμένουν ανενεργές.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της ομαλής επανένταξης των αποφυλακιζομένων στην κοινωνία, κρίνεται απαραίτητη η -έστω και με καθυστέρηση επτά (7) ετών- ενεργοποίηση των διατάξεων του Σωφρονιστικού μας Κώδικα περί επιτροπών κοινωνικής υποστήριξης αποφυλακιζομένων (άρθρο 81), ημιελεύθερης διαβίωσης κρατουμένων (άρθρο 59), οργάνωσης εργασίας έξω από τα καταστήματα κράτησης (άρθρο 42), τμηματικής έκτισης των ποινών (άρθρο 63) και παροχής κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 64).
Το ίδιο νομοθέτημα προβλέπει (άρθρο 82) και την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με τη μορφή ιδρύματος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και την επωνυμία «ΕΠΑΝΟΔΟΣ», που θα εποπτεύεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, με σκοπό την επαγγελματική κατάρτιση και αποκατάσταση, την οικονομική συμπαράσταση και τη σταδιακή κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισμένων. Το παραπάνω νομικό πρόσωπο ιδρύθηκε το 2003, όμως δεν έχει μέχρι σήμερα τεθεί σε λειτουργία.
Κρίνεται, επίσης, απαραίτητη η ενεργοποίηση της διάταξης του Σωφρονιστικού μας Κώδικα που προβλέπει τη σύσταση και τη λειτουργία Υπηρεσίας Κοινωνικής Αρωγής (επιμελητών ενηλίκων). Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η Υπηρεσία Κοινωνικής Αρωγής θα βοηθήσει στην επέκταση και την ομαλότερη εφαρμογή του θεσμού της απόλυσης με όρους, στην αποσυμφόρηση των φυλακών, στην καλύτερη εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής και την εξυπηρέτηση των στόχων της ποινής (π.χ. στην επανένταξη και την επανακοινωνικοποίηση των κρατουμένων) και στη μείωση κατά 80% τουλάχιστόν του κόστους λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, διότι η κράτηση ενός καταδίκου στοιχίζει τέσσερις έως πέντε φορές περισσότερο από την επιτήρησή του από τη συγκεκριμένη υπηρεσία.
Τέλος, με βάση τη νομοθεσία πολλών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κυρίως της Γαλλίας), προτείνουμε την αναγνώριση των βασικών δικαιωμάτων των κρατουμένων κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας, με βασικούς στόχους: 1) να πάψουν οι αυθαιρεσίες στις συνθήκες κράτησης και 2) να προστατευθούν ουσιαστικά τα δικαιώματα των κρατουμένων.
Οι επιμέρους αλλαγές και παρεμβάσεις που προτείνουμε αναφορικά με τη μεταρρύθμιση του θεσμικού χαρακτήρα του σωφρονιστικού μας συστήματος είναι προτάσεις πολιτισμού και ευαισθησίας. Είναι η απάντηση ενός σύγχρονου κράτους δικαίου που μπορεί και πρέπει να συγχωρεί. Είναι η υποχρέωση της Πολιτείας που πρέπει να δίνει μια δεύτερη ευκαιρία σε όλα της τα παιδιά. Είναι η κατάκτηση μιας ανοιχτής κοινωνίας που δε διστάζει να δεχθεί και πάλι στην αγκαλιά της τον άσωτο που επιστρέφει.
Με τις παραπάνω αλλαγές, αν οι φυλακές δε γίνουν κοινωνικά ωφέλιμες, τουλάχιστον θα πάψουν να είναι βλαπτικές στην έκταση που ήταν μέχρι σήμερα.