Φορείς πρόληψης της παραβατικότητας των ανηλίκων στην Ελλάδα είναι οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων και οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων που λειτουργούν σε όλα τα Πρωτοδικεία της χώρας και στεγάζονται συνήθως στα κτίρια των κατά τόπους Πρωτοδικείων ή Εφετείων. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχουν πολύπλευρη στήριξη στους ανήλικους 7 έως 17 ετών που κινδυνεύουν να παραβατήσουν για διάφορους λόγους.
Γονείς, συγγενείς, δάσκαλοι ή ακόμη και γείτονες του ανηλίκου, που διαπιστώνουν ότι ο συγκεκριμένος ανήλικος βρίσκεται σε ακατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον ή παρουσιάζει αντικοινωνική συμπεριφορά, έχουν τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, να απευθυνθούν στις Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων ή στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων που βρίσκεται στην περιοχή τους.
Ειδικά εκπαιδευμένα άτομα αναλαμβάνουν τη φροντίδα του παιδιού στηρίζοντάς το -μαζί με τους γονείς του- ψυχολογικά, ηθικά και κοινωνικά. Μάλιστα, ορισμένες Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων διαθέτουν και στέγη φιλοξενίας, όπου μπορούν να φιλοξενηθούν ανήλικοι που οι γονείς τους δεν είναι κατάλληλοι για την διαπαιδαγώγησή τους ή ακόμα δεν δύνανται να προσφέρουν στα παιδιά τους όσα χρειάζονται.
Στα παιδιά που φιλοξενούνται στις στέγες των Εταιρειών Προστασίας Ανηλίκων παρέχεται, εκτός από την ψυχοκοινωνική στήριξη, εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία κ.λπ. Στέγες φιλοξενίας ανηλίκων λειτουργούν σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας.
Η Ελλάδα διαθέτει έξι (6) Ειδικά Καταστήματα και Τμήματα Κράτησης Νέων, που είναι τα ακόλουθα: Το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Βόλου, το Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων Κασσαβέτειας, το Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Κασσαβέτειας (λειτουργεί ως πτέρυγα και υπό τη διεύθυνση του καταστήματος της Κασσαβέτειας), το Τμήμα Κράτησης Νέων στη Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης και το Τμήμα Κράτησης Νέων (κοριτσιών) στην Κεντρική Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού.
Σύμφωνα με το Σωφρονιστικό Κώδικα, οι νέοι μετεφηβικής ηλικίας επιτρέπεται να κρατηθούν και σε καταστήματα κράτησης ενηλίκων. Συγκεκριμένα, νεαρά άτομα άνω των 17 ετών επιτρέπεται να μετάγονται σε καταστήματα κράτησης ενηλίκων, αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι. Λόγω του μικρού αριθμού των κρατουμένων κοριτσιών, δεν έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα ένα ειδικό κατάστημα κράτησης νεανίδων, με αποτέλεσμα αυτές να κρατούνται στο κατάστημα κράτησης Γυναικών Κορυδαλλού, μαζί με τις μητέρες κρατούμενες.
Οι νεαροί κρατούμενοι επιτρέπεται να παραμείνουν στα ειδικά καταστήματα κράτησης νέων και μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους, για λόγους όπως η ολοκλήρωση των σπουδών τους ή κάποιου προγράμματος επαγγελματικής κατάρτισης που ήδη παρακολουθούν. Για την περαιτέρω παραμονή τους στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων αποφασίζει η Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών, ύστερα από θετική πρόταση του Συμβουλίου της Φυλακής.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης διαθέτει δύο τμήματα τα οποία ασχολούνται με την πρόληψη, τη σωφρονιστική αγωγή και τη μετασωφρονιστική μέριμνα των ανηλίκων. Το πρώτο είναι το Τμήμα Πρόληψης Εγκληματικότητας και Κοινωνικής Ένταξης των Νέων και το δεύτερο το Τμήμα Συνθηκών Κράτησης, Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής τους. Μέσω των δύο παραπάνω υπηρεσιών γίνεται συντονισμένη προσπάθεια εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης νεαρών ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο, που έχουν παραβατήσει, που έχουν εισαχθεί σε κάποιο κατάστημα κράτησης νέων ή έχουν αποφυλακιστεί.
Πέρα, όμως, από τις δομές της Πολιτείας, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η συνεισφορά άλλων θεσμών στην πρόληψη της παραβατικότητας των ανηλίκων. Για παράδειγμα, έχει ερευνητικά αποδειχθεί ότι η οικογένεια και το σχολείο αποτελούν τους σημαντικότερους παράγοντες εξήγησης του φαινομένου της παραβατικότητας των ανηλίκων και τους πλέον καθοριστικούς φορείς κοινωνικοποίησης του ατόμου.
Στο αγώνα για την πρόληψη της παραβατικότητας των νέων είμαστε όλοι χρήσιμοι και απαραίτητοι: Η Πολιτεία πρώτα και κύρια, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, το Σχολείο, οι μη-κυβερνητικές οργανώσεις, η Κοινωνία των Πολιτών, η Οικογένεια, ο καθένας από εμάς.
Η κάθε κοινωνική οργάνωση έχει την εγκληματικότητα που της αξίζει. Οι δείκτες διακύμανσης της εγκληματικότητα που παρουσιάζει μια κοινωνία στο χώρο και το χρόνο, αποτελούν την πλέον αξιόπιστη μονάδα μέτρησης των φαινομένων κοινωνικής παθογένειας.
Για να μειωθεί η εγκληματικότητα πρέπει, μεταξύ των άλλων, να περιορισθούν τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένεια, πρέπει δηλαδή να μειωθεί η ανεργία, να αυξηθεί το βιοτικό και το εκπαιδευτικό επίπεδο των πολιτών, να αναβαθμισθεί το κοινωνικό κράτος, να δοθούν ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους και να διασφαλισθούν τα μέσα για την επίτευξή τους, να επαναπροσδιορισθούν οι στόχοι της νέας γενιάς, να μειωθεί το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών, να ενσωματωθούν οι μειονοτικές ομάδες του πληθυσμού (π.χ. οικονομικοί μετανάστες), να στηριχθούν οι θεσμοί της οικογένειας και του σχολείου, κλπ. Με λίγα λόγια, πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να οικοδομηθεί μια ανοιχτή κοινωνία για όλους.