Έχει παρατηρηθεί μια τάση του κοινού να αντιμετωπίζει τα θύματα εγκληματικών πράξεων ως υπεύθυνα για τη μοίρα τους και να τα αγνοεί, είτε γιατί τα αντιμετωπίζει ως τους χαμένους ενός κοινωνικού παιχνιδιού είτε λόγω του φόβου της ενοχοποίησης από τη συναναστροφή μαζί τους.
Η στάση αυτή είναι απόλυτα εναρμονισμένη με την ηθική και τις αξίες των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός και το προσωπικό επίτευγμα. Στα πλαίσια των παραπάνω κοινωνιών, οι χαμένοι δε χαίρουν εκτίμησης και αποδοχής και συνήθως οι άλλοι αποφεύγουν να ταυτιστούν μαζί τους. Είναι στιγματισμένοι γιατί δεν κατάφεραν να παίξουν το ρόλο του νικητή, στα πλαίσια ενός ανταγωνιστικού κοινωνικού παιχνιδιού.
Η γενική πολιτιστική απέχθεια και αδιαφορία, εκτείνεται μέχρι του σημείου να ενοχοποιείται το θύμα για τη θυματοποίησή του. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο το κοινό αποφεύγει τα θύματα είναι ότι αυτά, συχνά, είναι μελαγχολικά και οι περισσότεροι προτιμούν να συναναστρέφονται με ευχάριστους και χαρούμενους ανθρώπους. Ως συνέπεια των παραπάνω, τα θύματα είναι κοινωνικά απομονωμένα, τη στιγμή που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη για κοινωνική υποστήριξη και στιγματισμένα -μέσω των μηχανισμών ενοχοποίησης- για το έγκλημα που έχουν υποστεί.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα -κοινωνικής απόρριψης και περιθωριοποίησης- το θύμα αισθάνεται στιγματισμένο και ένοχο. Τα αποτελέσματα των ερευνών έχουν δείξει ότι τα θύματα τείνουν να εσωτερικεύσουν αρνητικά κοινωνικά πιστεύω και στάσεις σχετικά με τη θυματοποίησή τους.
Τα θύματα εγκλημάτων κατά του προσώπου είναι περισσότερο στιγματισμένα, σε σχέση με τα θύματα εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας. Από τα θύματα εγκλημάτων κατά του προσώπου, τα θύματα βιασμού βιώνουν αυτά τα προβλήματα στο μέγιστο βαθμό, λόγω του υψηλού βαθμού ενοχοποίησης που τους επιρρίπτει το κοινωνικό σύνολο.
Το κοινό αντιδρά αρνητικά στα θύματα βιασμού. Ο βιασμός είναι το μοναδικό ποινικό αδίκημα -και ακόμη περισσότερο το μοναδικό κακούργημα- στο οποίο ολόκληρη η κοινωνία αντιδρά αντανακλαστικά και αυθόρμητα καταδικάζοντας, πρώτα το θύμα και μετά το δράστη. Μ’ αυτή τη λογική το θύμα αξίζει ότι και αν του συμβεί, ευθύνεται για το βιασμό του και προκάλεσε τον -ανήμπορο να αντισταθεί- δράστη.
Μόνο στο έγκλημα του βιασμού το θύμα είναι τόσο στιγματισμένο (βλ. Τσιγκρής, Α.: «Βιασμός: Το Αθέατο Έγκλημα», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1996). Οι μητέρες δεν αφήνουν τα παιδιά τους να παίξουν μ’ ένα παιδί που έχει πέσει θύμα βιασμού, οι γείτονες και οι φίλοι συχνά σχολιάζουν αρνητικά το θύμα, που πολλές φορές εξοστρακίζεται από την κοινωνία στην οποία ζει και τέλος, ακόμη και οι γιατροί μπορεί να κατηγορήσουν τα θύματα για το βιασμό τους. Η κοινωνική απόρριψη που βιώνει το θύμα με τόσο έντονο τρόπο, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός γενικευμένου κλίματος σιωπής και μη-καταγγελίας του βιασμού στην Αστυνομία.
Από την άλλη μεριά, τα έγγαμα θύματα βιασμού είναι λιγότερο πιθανό να καταγγείλουν το έγκλημα στην αστυνομία, σε σχέση με τα άγαμα θύματα, λόγω του φόβου της απόρριψης από το σύζυγό τους. Το κλίμα τρομοκρατίας και φόβου που βιώνει το θύμα βιασμού για τον ενδεχόμενο στιγματισμό και την επακόλουθη κοινωνική του απόρριψη, συμβάλλει καθοριστικά στην απόφασή του να μην καταγγείλει το έγκλημα στην αστυνομία, κυρίως στις περιπτώσεις που δεν έχει κάτι σημαντικότερο να κερδίσει.
Η αυτο-εικόνα των θυμάτων διαμορφώνεται, όχι μόνο από την εσωτερίκευση των αρνητικών κοινωνικών στερεοτύπων, αλλά και από τις πλατιά διαδεδομένες αρνητικές παραστάσεις των φορέων του άτυπου και του τυπικού κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, απέναντι στο θύμα βιασμού. Έτσι, πέρα από το τραύμα του ίδιου του βιασμού, τα θύματα έχουν να αντιμετωπίσουν και τα συναισθήματα ντροπής και ενοχής, που τους δημιουργούνται λόγω του κοινωνικού στίγματος που τους αποδίδεται.
Έχει παρατηρηθεί ότι το κάθε έγκλημα σε βαθμό κακουργήματος -εκτός από το έγκλημα του βιασμού- είναι εξίσου έγκλημα και εξίσου αποτρόπαιο, ότι ώρα και αν γίνει ή οπουδήποτε στη γη και αν συντελεστεί. Οι πλατιά διαδεδομένες αντιλήψεις σχετικά με την παθητικότητα και την προκλητικότητα της γυναίκας και τη σεξουαλική παρορμητικότητα και επιθετικότητα του άνδρα, έχουν οδηγήσει στο παράδοξο φαινόμενο της ενοχοποίησης των θυμάτων βιασμού, τόσο από τα άτομα του ευρύτερου κοινού, όσο και από τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος. Το όλο κλίμα της δυσπιστίας με την οποία αντιμετωπίζονται τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων, τους δημιουργεί συναισθήματα αυτο-ενοχοποίησης.
Η άποψη ότι το θύμα ευθύνεται για το βιασμό του είναι ευρέως διαδεδομένη, τόσο στη συνείδηση του μέσου πολίτη, όσο και μεταξύ των επίσημων φορέων κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος. Η άποψη αυτή τείνει να γίνει η κυρίαρχη.