Σε παλιότερες εποχές ο βιασμός εθεωρείτο έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας και πιο συγκεκριμένα ως κλοπή της σεξουαλικής ιδιοκτησίας του πατέρα ή του συζύγου αφέντη. Μ’ αυτή τη λογική, ο νόμος δε θεωρούσε ότι ο βιασμός ήταν μια άδικη πράξη εναντίον της γυναίκας, η οποία τον είχε υποστεί, αλλά εναντίον του κυρίου και κατόχου της. Η γυναίκα αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του άνδρα και ο βιασμός της ισοδυναμούσε με μείωση της αξίας του περιουσιακού του αγαθού.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι νόμοι περί βιασμού υπάρχουν για να προστατεύουν τα δικαιώματα του άνδρα ως κτήτορα του γυναικείου σώματος και όχι το δικαίωμα της γυναίκας πάνω στο σώμα και τη γενετήσια ελευθερία της. Παραδοσιακά ο βιασμός έχει θεωρηθεί ως προσβολή που ένας άνδρας διαπράττει εναντίον ενός άλλου άνδρα. Βιάζοντας τη γυναίκα κάποιου, θεωρητικά ένας άνδρας μπορεί να αυξήσει τον ανδρισμό του, μειώνοντας ταυτόχρονα τον ανδρισμό του άλλου. Συνεπώς, η τιμή του άνδρα δεν υπόκειται άμεσα στο βιασμό, αλλά έμμεσα, μέσω της γυναίκας του.
Κάτω απ’ αυτό το ιδεολογικο-ιστορικό πλαίσιο, η ποινή του δράστη ήταν είτε ο λιθοβολισμός είτε η αποζημίωση του ιδιοκτήτη της γυναίκας που βιάστηκε. Στην περίπτωση που ένας μαύρος άνδρας είχε σχέσεις με μια λευκή γυναίκα, η γυναίκα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το προνόμιο του χρώματος και να ισχυριστεί ότι είχε πέσει θύμα βιασμού. Στην περίπτωση αυτή ο μαύρος άνδρας λινζαριζόταν. Αν η γυναίκα δεν ισχυριζόταν βιασμό, υποβαλλόταν αυτή σε λινζάρισμα.
Ο βιασμός είναι ένα από τα ελάχιστα αναφερόμενα στην αστυνομία εγκλήματα (βλ. Τσιγκρής, Α.: «Χωρίς Συναίνεση», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1998). Από τους 100 βιασμούς που διαπράττονται στην Ελλάδα, βρέθηκε ότι μόνο οι 6 φτάνουν στη γνώση της αστυνομίας. Από τις 100 υποθέσεις που φτάνουν στη γνώση της αστυνομίας, μόνο μία καταλήγει στο ακροατήριο για να εκδικασθεί. Το τελευταίο ερευνητικό αποτέλεσμα είναι άκρως ενδεικτικό του θεσμοποιημένου σεξισμού που εφαρμόζεται και αναπαράγεται στο πλαίσιο του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στις υποθέσεις αυτού του τύπου.
Η έρευνα για το έγκλημα του βιασμού στην Ελλάδα (βλ. Τσιγκρής, Α.: «Βιασμός: Το Αθέατο Έγκλημα», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1996) απέδειξε ότι κάθε χρόνο διαπράττονται περίπου 4.500 βιασμοί, από τους οποίους μόνο 270 καταγγέλλονται στην αστυνομία, μόνο 183 καταλήγουν σε σύλληψη κάποιου υπόπτου, μόνο 47 φτάνουν στο ακροατήριο για να εκδικασθούν, μόνο 20 καταλήγουν σε καταδικαστική απόφαση και τελικά μόνο σε λιγότερους από 10 βιαστές επιβάλλεται κάθειρξη, δηλαδή στερητική της ελευθερία ποινή άνω των 5 ετών.
Εντυπωσιακό και άκρως αποκαλυπτικό της συναισθηματικής κατάστασης του θύματος, είναι ότι το 60% των θυμάτων βιώνουν συναισθήματα ενοχής για την επίθεση που δέχθηκαν. Το παραπάνω αποτέλεσμα -αν συνδυαστεί με το 35% των θυμάτων που δήλωσαν ότι θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει το βιασμό τους αν είχαν συμπεριφερθεί διαφορετικά- μας οδηγεί στο προφανές συμπέρασμα ότι η μεγάλη πλειοψηφία των θυμάτων αυτο-ενοχοποιούνται αναφορικά με το βιασμό τους. Η αυτο-ενοχοποίηση του θύματος σημαίνει μερική έως και ολοκληρωτική απο-ενοχοποίηση του δράστη και οδηγεί σχεδόν πάντα στη σιωπή.
Η σύνδεση της αρρενωπότητας με την ενεργητικότητα και τη δύναμη και της θηλυκότητας με την παθητικότητα και την υποταγή, έχουν δημιουργήσει μια ευρέως αποδεκτή αντίληψη της σεξουαλικότητας στην οποία ο άνδρας αναμένεται να είναι το ενεργητικό και η γυναίκα το παθητικό υποκείμενο, αναμένεται δηλαδή ο άνδρας να επιχειρεί να ξελογιάσει και να παρασύρει και η γυναίκα να ξελογιάζεται και να παρασύρεται.
Οι άνδρες που είναι προσκολλημένοι σε διπλά κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζουν την ανδρική και τη γυναικεία συμπεριφορά, είναι πιθανότερο να εκδηλώσουν βίαιη επιθετικότητα. Οι παραδοσιακές στάσεις και οι συντηρητικές απόψεις, σχετικά με το ρόλο των φύλων, προσφέρουν τη βάση για την αιτιολόγηση των εγκλημάτων βίας με θύματα γυναίκες.